- περίτηξις
- -ήξεως, ἡ, Α [περιτήκω]1. τέλεια, παντελής τήξη, μεταβολή μετάλλου ή στερεού σώματος σε ρευστό καθώς και η διάλυση, αποχώρηση ή έκκριση μορίων διαλυόμενου σώματος2. (ειδικά) έκκριση υγρών, όπως λ.χ. στην υδρωπικία.
Dictionary of Greek. 2013.